- θεήκολος
- θεήκολ-ος, ον,= θεοκόλος,A priest, ib.10, IG3.305,487, Inscr.Olymp.123; choirboy, Luc.Alex.41 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεηκόλος — θεηκόλος, ον (Α) 1. ιερέας, θεοκόλος* 2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλος (ή θεοκόλος) < θεη (βλ. θεο ) + κολος αναλογικά προς το βoυ κόλος*, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη πόλος (ή θεο πόλος ή θειο πόλος) <… … Dictionary of Greek
θεηκόλους — θεήκολος priest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεηκόλῳ — θεήκολος priest masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεηκολώ — θεηκολῶ και θεοκολῶ, έω (Α) [θεηκόλος] είμαι θεηκόλος*, ιερέας … Dictionary of Greek
θεηκόρος — θεηκόρος, ὁ (Α) θεηκόλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρ. τού θεηκόλος*] … Dictionary of Greek
θεοκόλος — και θεηκόλος, ό (Α) υπηρέτης τού θεού, ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος) … Dictionary of Greek
θεηκολεών — θεηκολεών, ῶνος, ὁ (Α) [θεηκόλος] κατοικία θεηκόλου*, ιερέως … Dictionary of Greek
θεηπόλος — θεηπόλος, ον (Α) αυτός που υπηρετεί τον θεό, ο ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος] … Dictionary of Greek
θειοπόλος — θειοπόλος, ὁ (Α) υπηρέτης τού θεού, ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος] … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοπόλος — θεοπόλος, ὁ, ἡ (Α) θεηπόλος, ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος] … Dictionary of Greek